μονοτυπικός

μονοτυπικός
-ή, -ό
ο σχετικός με τη μονοτυπία: Μονοτυπική μηχανή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μονοτυπικός — ή, ό 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μία ταξινομική βαθμίδα η οποία περιλαμβάνει μία μόνο άμεσα κατώτερη βαθμίδα (α. «μονοτυπικό γένος» το γένος στο οποίο ανήκει ένα μόνο είδος β. «μονοτυπική οικογένεια» οικογένεια στην οποία ανήκει ένα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”